- παμβασίλει'
- παμβασίλεια , παμβασίλειαqueen of allfem nom/voc sgπαμβασίλειαι , παμβασίλειαqueen of allfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμβασιλεῖ — παμβασιλεύς absolute monarch masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
воѥвати — ВО|ѤВАТИ (342), ЮЮ, ЮѤТЬ гл. 1.Воевать, вести войну: по мале ||=врѣмени придоша срацина въ галѣ˫ахъ воѥватъ. и ѡстрѣгоша кюпрѩне. изидоша противоу ихъ въ кораблихъ. ПрЛ XIII, 78в г; идоша новгоро||дьци съ ст҃осла(в)мь. къ кеси. и придоша литва въ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παμβασιλεύς — ο (ΑΜ παμβασιλεύς, έως) προσωνυμία τού Θεού και τού Ιησού Χριστού ως βασιλέων τού σύμπαντος («ἐξέχεεν εἰς θεμέλια θυσιαστηρίου ὀσμὴν εὐωδίας ὑψίστῳ παμβασιλεῑ», ΠΔ.) (μνσ. αρχ.) ο απόλυτος μονάρχης, ο βασιλεύς όλων («Ἁδριανὸν παμβασιλέα»).… … Dictionary of Greek